- ευνατήριον
- εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ]1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ' ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐνατήριον — εὐνᾱτήριον , εὐνατήριον bed chamber neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναστήριον — εὐναστήριον, τὸ (Α) βλ. εὐνατήριον … Dictionary of Greek
εὐνατηρίοις — εὐνᾱτηρίοις , εὐνατήριον bed chamber neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)